- ιατής
- ἰατής, ὁ (Α)ιατήρ*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, -ώμαι + -τής (πρβλ. ποιη-τής, τιμη-τής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰαταί — ἰατής masc nom/voc pl ἰᾱταί , ἰατός curable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατήν — ἰατής masc acc sg (attic epic ionic) ἰᾱτήν , ἰατός curable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατῶν — ἰατής masc gen pl ἰᾱτῶν , ἰατός curable fem gen pl ἰᾱτῶν , ἰατός curable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορφιάτης — ο, θηλ. Κορφιάτισσα (Μ Κορφιάτης, θηλ. ισσα) αυτός που κατάγεται από τους Κoρφούς, από την Κέρκυρα, ο Κερκυραίος νεοελλ. (το αρσ. ως προσηγορικό) ο κορφιάτης είδος σταφυλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τoπων. Κορφοί + κατάλ. ιάτης (πρβλ. Μαν ιάτης, Σπαρτ… … Dictionary of Greek
κογχυλιάτης — ο (Α κογχυλιάτης) ο κογχίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη + κατάλ. ιάτης, (πρβλ. λειμων ιάτης, πωγων ιάτης)] … Dictionary of Greek
ἰατά — ἰατά̱ , ἰατής masc nom/voc/acc dual ἰατής masc voc sg ἰατής masc nom sg (epic) ἰᾱτά , ἰατός curable neut nom/voc/acc pl ἰᾱτά̱ , ἰατός curable fem nom/voc/acc dual ἰᾱτά̱ , ἰατός curable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπαρτιάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σπαρτιάτισσα, Ν, και Σπαρτιάτις, ιδος, ΜΑ, και ιων. τ. Σπαρτιήτης Α 1. ο κάτοικος τής Σπάρτης, αυτός που κατάγεται από τη Σπάρτη 2. (στην αρχαιότητα) ο πολίτης τής Λακεδαίμονος που είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτη … Dictionary of Greek
ειμωνιάτης — λειμωνιάτης, ὁ (Α) φρ. «λειμωνιάτης λίθος» λίθος με πράσινο χρώμα σαν τού λιβαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, ῶνος + κατάλ. ιάτης (πρβλ. κοπ ιάτης)] … Dictionary of Greek
πωγωνιάτης — ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. πωγωνιήτης Α (ως προσωνυμία τού Διός) αυτός που έχει γένια, γενειοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. ιάτης (πρβλ. λειμων ιάτης)] … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek